- ἐκφερόμενος
- ἐκφέρωcarry out ofpres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαλάληση — η (Α διαλάλησις, εως) [διαλαλώ] 1. γνωστοποίηση με κήρυκα, κοινολόγηση 2. διασυρμός, διαπόμπευση 3. διάδοση μυστικού αρχ. λόγος εκφερόμενος σε δημόσιο χώρο … Dictionary of Greek